- τροφίμων
- τρόφιμοςnourishingfem gen plτρόφιμοςnourishingmasc/neut gen plτρόφιμοςnourishingmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διατήρηση ή συντήρηση — Σύνολο ενεργειών που αποβλέπουν στη δ., για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιοτήτων των ουσιών που αλλοιώνονται εύκολα. Ιδιαίτερη σημασία έχει η δ. τροφίμων, η οποία επιτρέπει τη χρήση αλλοιώσιμων ειδών σε διάφορους χρόνους και σε τόπους μακριά από… … Dictionary of Greek
τρόφιμο — το / τρόφιμον, ΝΑ κάθε στερεό ή υγρό που περιέχει θρεπτικές ουσίες και χρησιμοποιείται για διατροφή νεοελλ. 1. στον πληθ. τα τρόφιμα τα αναγκαία για τη διατροφή, το σύνολο τών τροφών 2. φρ. α) «φυσικά τρόφιμα» (τροφ. τεχνολ.) i) τρόφιμα που έχουν … Dictionary of Greek
κατάψυξη — Υπερβολική ψύξη σε θερμοκρασίες μικρότερες των 0°C, με σκοπό τη διατήρηση διαφόρων ουσιών, με ιδιαίτερη έμφαση στη συντήρηση τροφίμων. Αν και η ποιότητα πολλών τροφίμων μειώνεται με την κ., τα περισσότερα διατηρούνται ικανοποιητικά (ακολουθώντας… … Dictionary of Greek
αφυδάτωση — Διαδικασία με την οποία απομακρύνεται το νερό (ύδωρ), το οποίο σε πολυάριθμες ουσίες είναι στενά συνδεδεμένο με τη μοριακή τους δομή (ύδωρ κρυστάλλωσης): Στην περίπτωση της αφαίρεσης του νερού που απλώς έχει απορροφηθεί γίνεται λόγος για ξήρανση … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
τροφοδοσία — η, Ν 1. η χορήγηση τροφής ή, γενικότερα, η παροχή τών απαραίτητων τροφίμων σε πολλά, συνήθως, άτομα («τροφοδοσία του στρατού») 2. ναυτ. η υποχρέωση τού πλοιοκτήτη η οποία προκύπτει από τη σύμβαση ναυτολόγησης και συνίσταται στην παροχή τροφής στο … Dictionary of Greek
βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… … Dictionary of Greek
Βραβάντη — (Brabant). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της βορειοδυτικής Ευρώπης, μεταξύ των εκβολών του Βάαλ και του μέσου ρου του Μόσα (Μάας). Κατά καιρούς είχε διαφορετικά σύνορα. Σήμερα η ονομασία διατηρείται σε τρεις επαρχίες, δύο στο Βέλγιο (Φλαμανδική και … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek